βασιλίσκος

βασιλίσκος
βασιλίσκος, ου, ὁ (Polyb. 3, 44, 5; Plut., Mor. 1d v.l.; Athen. 13, 20 p. 566b; OGI 200, 18; POxy 1566, 9; Sb 6949, 18 and 28; TestAbr A) dim. of βασιλεύς petty king, v.l. in J 4:46 and 49.—DELG s.v. βασιλεύς.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βασιλίσκος — princelet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλίσκος — (basiliscus). Ερπετό της οικογένειας των ιγουανιδών, της τάξης των λεπιδωτών, διαδεδομένο στην Κεντρική Αμερική, από τον Παναμά μέχρι το νότιο Μεξικό. Σαυροειδές με ατρακτοειδές σώμα, έχει συνολικό μήκος 70 80 εκ., από τα οποία περίπου τα 2/3… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλίσκω — Βασιλίσκος princelet masc nom/voc/acc dual Βασιλίσκος princelet masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλίσκω — βασιλίσκος princelet masc nom/voc/acc dual βασιλίσκος princelet masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλίσκοι — βασιλίσκος princelet masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλίσκον — βασιλίσκος princelet masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλίσκου — Βασιλίσκος princelet masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλίσκου — βασιλίσκος princelet masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλίσκους — Βασιλίσκος princelet masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλίσκους — βασιλίσκος princelet masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλίσκων — Βασιλίσκος princelet masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”